υπεπιμόριος

υπεπιμόριος
και ὑποεπιμόριος, -ον, Α
(για αριθμό) αντίστροφος τού ἐπιμόριος*, που παριστάνεται με το κλάσμα x/x-1 ως αντίστροφο τού x-1/x.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐπιμόριος «αριθμός που περιέχει ένα ακέραιο κλάσμα με αριθμητή τη μονάδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπεπιμόριος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπιμόριον — ὑπεπιμόριος masc/fem acc sg ὑπεπιμόριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπιμορίου — ὑπεπιμόριος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπιμορίους — ὑπεπιμόριος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπιμόριοι — ὑπεπιμόριος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεπιμερής — και ὑποεπιμερής, ές, Α (για αριθμό) αντίστροφος τού επιμερούς, υπεπιμόριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐπιμερής «αριθμός που περιέχει ακέραιο και κλάσμα»] …   Dictionary of Greek

  • υποεπιμόριος — ον, Α βλ. ὑπεπιμόριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”